- θερμοηλεκτροπαραγωγικός
- η , ό[ν] :
θερμοηλεκτροπαραγωγικός σταθμός — теплоэлектроцентраль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερμοηλεκτροπαραγωγικός σταθμός — теплоэлектроцентраль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.